- κουταλομετρώ
- κουταλομετρώ και κουταλομετράω μετρώ με το κουτάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουταλομετρώ — άω 1. υπολογίζω, μετρώ με το κουτάλι την ποσότητα κάποιου υλικού 2. ανακατεύω ένα υγρό με κουτάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + μετρώ] … Dictionary of Greek